Τις
τελευταίες μέρες έχει γίνει γνωστό ότι
το ξωκλήσι του προφήτη Ηλία ανακατασκευάζεται
και στη θέση του χτίζεται μία κανονικού
μεγέθους εκκλησία. Το γεγονός ίσως και
να μην ήταν άξιο σχολιασμού από μόνο
του, πέρα από τη σχετική αγανάκτηση που
προκαλεί η επιλογή να δίνονται χρήματα
για χτίσιμο εκκλησιών ενώ σχολικές
αίθουσες στεγάζονται “προσωρινά” σε
λυόμενα, εάν αυτή η ανακατασκευή δεν
συνέβαινε στη Β’ δασική ζώνη του Υμηττού.
Ως
Μαχόμενη Ηλιούπολη έχουμε τονίσει
εξαρχής τον κίνδυνο που διατρέχει το
βουνό από κάθε λογής καταπατητές και
πως το παραθυράκι που άνοιγε η αλλαγή
της νομοθεσίας για τη Β’ ζώνη προστασίας
του Υμηττού θα ήταν η Κερκόπορτα μέσω
της οποίας εκκινεί η οικοπεδοποίηση
του βουνού. Το μόνο που έμενε απροσδιόριστο
ήταν ποιος θα κάνει την αρχή. Ενώ
φημολογούνταν πως η Β’ δασική ζώνη του
Υμηττού προοριζόταν προσχηματικά για
να χτιστεί σχολικό συγκρότημα, εν τέλη
χρέη πολιορκητικού κριού ανέλαβε η
εκκλησία λειτουργώντας εκ νέου ως κράτος
εν κράτει. Πιθανώς θεωρήθηκε πως ο
“πνευματικός” χαρακτήρας του έργου
θα ήταν ικανότερος να κάμψει τις όποιες
αντιδράσεις, επιλογή που προκαλεί εύλογα
ερωτήματα σχετικά με την πατρότητά της.
Θεωρούμε κομβικής σημασίας την ευθύνη
που φέρουν οι συστημικές παρατάξεις
του Δήμου, με πρώτη τη παράταξη του
Δημάρχου, οι οποίες τήρησαν σιγή ιχθύος
όσο το έργο προχωρούσε, παρόλο που οι
ανακοινώσεις τους έκτοτε βρίθουν
περιβαλλοντικής ευαισθησίας.
Η
πιθανή οικοδόμηση του ναού θα έδινε
πάτημα να συνεχίσει η ασύστολη καταπάτηση
του Υμηττού, και θα αλλοίωνε τον δασικό
χαρακτήρα του βουνού. Το δάσος του
Υμηττού αποτελεί ανάσα ζωής σε μία πόλη
που πνίγεται στο τσιμέντο και δεν μπορεί
να ανάγεται σε πεδίο εμπορευματοποίησης,
ούτε με το προκάλυμμα της θρησκευτικής
λατρείας. Η φυσική ομορφιά του Υμηττού
είναι διαθέσιμη προς τέρψη όλων των
κατοίκων της Αττικής, σεβόμενοι όμως
το δασικό του χαρακτήρα. Η πλειοψηφία
του κόσμου δείχνει να συμμερίζεται
αυτή την άποψη, ωστόσο αυτοί που δε
σέβονται παρά μόνο τα κέρδη τους είναι
το μεγάλο κεφάλαιο, κατασκευαστικό και
μη, που βλέπει το βουνό με όρους
κερδοφορίας.
Με τέτοιο τρόπο κινήθηκε
η Εκκλησία, με συμπεριφορά Α.Ε, προσπάθησε
να αξιοποιήσει το ειδυλλιακό τοπίο για
να δώσει αξία στα ακίνητά της, σαν κοινός
επιχειρηματίας που θέλει να χτίσει
αναψυκτήριο σε περιοχή φιλέτο, επιλέγοντας
να αγνοήσει τη περιβαλλοντική συνείδηση
και τις ευαισθησίες ακόμα και των πιστών
της. Αξίζει να αναρωτηθούμε τι κίνδυνο
διατρέχει το βουνό από τα απορρίμματα
αντίστοιχων έργων, αλλά και τους κινδύνους
που θα προέκυπταν στην συνέχεια, από
την ρύπανση που θα προκαλούσε η αυξημένη
κίνηση στη περιοχή μέχρι και την
ασυνείδητη ρίψη βεγγαλικών και κροτίδων
κατά τη διάρκεια εορτασμών.
Ακόμα
και αν το συγκεκριμένο έργο τηρούσε τα
νομικά προσχήματα, επί της ουσίας
αποτελεί μία ακόμα αυθαίρετη κατασκευή
σε δασική έκταση και ως τέτοια πρέπει
να αντιμετωπιστεί. Γνωρίζουμε καλά πως
κυβέρνηση, δήμος και περιφέρεια δεν
πρόκειται να κάνουν τίποτα για να
προστατεύσουν το βουνό, αντίθετα θα
συνεχίσουν να στρώνουν το έδαφος στους
καταπατητές δίνοντας θρασύτατα άδειες
οικοδόμησης εκμεταλλευόμενοι την
αδιαφάνεια της διαδικασίας. Ως εκ τούτου
το βάρος για την προστασία του βουνού
ως ελεύθερο κοινωνικό χώρο, δασικό
οικοσύστημα και δημόσια περιουσία,
πέφτει στον κόσμο του κινήματος που θα
πρέπει να έχει οξυμένα αντανακλαστικά
και να μην επιτρέψει να συμβεί στο μέλλον
καμία αντίστοιχη επέμβαση στον Υμηττό.